ξυστρολήκυθος

ξυστρολήκυθος
ξυστρο-λήκῠθος, ,
A slave who carried his master's ξυστρίς and

λήκυθος

to and from the bath,

Hsch.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυστρολήκυθος — ξυστρολήκυθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά» 2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο τού κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά… …   Dictionary of Greek

  • ξυστρολήκυθον — ξυστρολήκυθος slave who carried his master s masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”